- ὑφαίνῃ
- ὑφαίνωweavepres subj mp 2nd sgὑφαίνωweavepres ind mp 2nd sgὑφαίνωweavepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφαίνη — (hyphaena). Γένος φυτών της οικογένειας των Φοινικοειδών, που αριθμεί δεκαπέντε είδη. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν κυρίως στις θερμές χώρες της Αφρικής και έχουν κορμό που συνήθως διακλαδώνεται, γεγονός σπάνιο για τα φοινικοειδή. Ο καρπός τους… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… … Dictionary of Greek